- ινφάντης
- ο(λ. ισπαν.), θηλ. -α και -η1. τίτλος που δινόταν στα δευτερότοκα παιδιά των βασιλιάδων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.2. τίτλος που δινόταν στα δευτερότοκα παιδιά ορισμένων αριστοκρατικών οικογενειών της Ισπανίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.